προὔλεγον

προὔλεγον
προέλεγον , προλέγω 1
pick out
imperf ind act 3rd pl
προέλεγον , προλέγω 1
pick out
imperf ind act 1st sg
προέλεγον , προλέγω 2
pick out
imperf ind act 3rd pl
προέλεγον , προλέγω 2
pick out
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προύλεγον — προέλεγον , προλέγω 1 pick out imperf ind act 3rd pl προέλεγον , προλέγω 1 pick out imperf ind act 1st sg προέλεγον , προλέγω 2 pick out imperf ind act 3rd pl προέλεγον , προλέγω 2 pick out imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι …   Dictionary of Greek

  • ούκουν — οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α) επίρρ. 1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ ἐν Ἄργει γ οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.) 2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ… …   Dictionary of Greek

  • προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”